- επινικελώνω
- επινικέλωσα, επινικελώθηκα, επινικελωμένος, μτβ., επικαλύπτω μεταλλική επιφάνεια με λεπτό στρώμα από νικέλιο, νικελώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επινικελώνω — επινικελώνω, επινικέλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επινικελώνω — καλύπτω μεταλλική επιφάνεια με στρώμα νικελίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νικελ ώνω (< νίκελ*)] … Dictionary of Greek
επινικέλωση — και επινικελίωση, η επικάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με λεπτό στρώμα νικελίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επινικελώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επινικελίωσις μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek
νικελώνω — επικαλύπτω επιφάνεια μεταλλικού αντικειμένου με στρώμα νικελίου, επινικελώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικέλιο. Η λ., στον λόγιο τ. νικελῶ, όω, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
νικελώνω — νικέλωσα, νικελώθηκα, νικελωμένος, καλύπτω κάτι με λεπτό στρώμα νικελίου, αλλ. επινικελώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)